έφαλος

έφαλος
ἔφαλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ' ἔφαλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ)
η παραλία, η ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί-αλος, πάρ-αλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔφαλος — on the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφαλον — ἔφαλος on the sea masc/fem acc sg ἔφαλος on the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφάλοις — ἔφαλος on the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάλιος — ἐφάλιος, ον (Α) έφαλος*. παράλιος, που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλιος «θαλάσσιος» (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. παρ άλιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”